- λειχηνικός
- λειχηνικόςfor eruptionsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειχηνικός — ή, ό (Α λειχηνικός, ή, όν) [λειχήν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λειχήνες τού δέρματος και στη θεραπεία τους («λειχηνικὸς τροχίσκος», Γαλ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λειχήνες … Dictionary of Greek
λειχηνικά — λειχηνικός for eruptions neut nom/voc/acc pl λειχηνικά̱ , λειχηνικός for eruptions fem nom/voc/acc dual λειχηνικά̱ , λειχηνικός for eruptions fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνικόν — λειχηνικός for eruptions masc acc sg λειχηνικός for eruptions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνική — λειχηνικός for eruptions fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)